Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2024

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ & ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟ

 Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΙΕΡΑΤΕΙΩΝ, ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ & ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ.----

Η επανάσταση των φιλοσόφων ενάντιας τους θεούς, στους ιερείς, στην κοινωνία και στους θεσμούς
Το ταπεινό αυτό άρθρο αφιερώνεται στη μνήμη του Διογένη Λαέρτιου, στον οποίο οφείλουμε τα περισσότερα που γνωρίζουμε για τους βίους των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων και διατηρούμε τη μνήμη τους.
Θέλησα να γράψω αυτό το μακροσκελές άρθρο (η συγγραφή του οποίου οφείλεται στους ανά τους καιρούς μελετητές της ελληνικής φιλοσοφίας και όχι σε εμένα) βλέποντας γύρω μου να θεριεύει μία μεγάλη -ίσως επιτηδευμένη- παρεξήγηση.
 Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα έχει συμβεί μια άνευ προηγουμένου υποτιθέμενη αναβίωση ίου «αρχαίου ελληνικού πνεύματος», και την οποία παραδόξως ταυτίζονται οι αρχαίες ελληνικές θρησκείες, δοξασίες και μυθολογίες, αλλά και η αρχαία Πολιτεία, ·με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, στοχασμό και επιστήμη. Στον ημιμαθή ή κακώς εμπνευσμένο νου των επίδοξων μελετητών και συγγραφέων, πάρα πολλών αναγνωστών και κυρίως των νέων ανθρώπων, όλα τα αρχαία ανακατεύονται πρόχειρα και ασύστολα, βαδίζουν χέρι-χέρι οι αρχαίοι θεοί και οι ιερείς με τους φιλόσοφους, οι μύθοι με τους επιστημονικούς στοχασμούς, οι αρχαίοι πολιτικοί με τους διανοούμενους.
Γι’ αυτούς, ο Δίας κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον Αναξαγόρα ή με τον Σωκράτη, ο Ησίοδος είναι ίδιος με τον Θαλή και τον Ηράκλειτο, ο Απόλλωνας συμβαδίζει με τους ήρωες της φιλοσοφίας, η αργοναυτική εκστρατεία είναι ταυτόσημη με την αναζήτηση του μυστηρίου του σύμπαντος, οι ιερείς και οι μάντεις συζητούνται μαζί με τους φιλόσοφους, οι αρχαίες ελληνικές πολιτείες υπάρχουν μόνο για τους πρωτοποριακούς διανοητές, η φιλοσοφία και η επιστήμη είναι επίσημο προϊόν του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού γενικώς.
Συνθέτουν με όλα αυτά τα τελείως ετερόκλητα στοιχεία, μία ψευδή εικόνα της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, ονομάζοντάς την «αρχαίο ελληνικό πνεύμα» σε εθνικό επίπεδο, και συχνά ανακατεύουν στο μίγμα και ένα μεγάλο ποσοστό επιστημονικής φαντασίας, μεταμοντέρνων μυστικισμών, θεοσοφικών αντιλήψεων, νεομυθολογίας, και, φυσικά, άκρατου εθνικισμού (που καμία βάση δεν έχει στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, πόσο μάλλον στη φιλοσοφία).
Θέλω, λοιπόν, με το άρθρο αυτό, να καταδείξω -όσο μπορώ- πέντε πράγματα, τα οποία φαίνεται ότι διαφεύγουν τελείως από όσους γράφουν ή διαβάζουν ή συζητούν ολόγυρα μου για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους:
1) Ουδεμία σχέση δεν είχε η αρχαία ελληνική θρησκεία και τα ιερατεία της και οι θεοί τους και οι μύθοι τους με τους περισσότερους από τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους. Αντιθέτως μάλιστα, οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους κυνηγήθηκαν από τα ιερατεία, συνήθως καταδικάζονταν ως άθεοι ή ασεβείς ή αιρετικοί από την αρχαία ελληνική «Ιερά Εξέταση» (που ήταν το ίδιο στυγνή και παράλογη όσο και η χριστιανική), δεν πίστευαν στην αρχαία ελληνικές θρησκείες, και ακόμη και όταν αυτοί θεολογούσαν, δήλωναν ότι υπάρχει ένας θεός και όχι πολλοί, ο Θεός του Σύμπαντος, το Ένα πίσω από τα πάντα.
 Οι περισσότεροι φιλόσοφοι επέκριναν τις θρησκευτικές αντιλήψεις των υπολοίπων Ελλήνων ως αφελείς και μυθολογικές, πολεμούσαν τους ιερείς, τις δεισιδαιμονίες, απέρριπταν τις αντιλήψείς της εποχής τους, όλοι οι φιλόσοφοι εξαρχής αναζητούσαν την ουσία των πραγμάτων, δεν τους κάλυπτε η θρησκεία, και άρα την ακυρώνουν μέσα από το έργο τους.
Οι περισσότεροι ήταν επιστήμονες όπως οι σύγχρονοι επιστήμονες, και φιλόσοφοι και διανοούμενοι όπως οι σύγχρονοι φιλόσοφοι και διανοούμενοι, και όχι ακόλουθοι θρησκειών και λαϊκών δοξασιών. (Η αρχαία ελληνική θρησκεία καταστράφηκε από τους Έλληνες φιλόσοφους, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους χριστιανούς αυτοκράτορες, και μάλιστα οι Έλληνες κατέληξαν να πάψουν να πολεμούν για τους θεούς, γι' αυτό και τους νίκησαν οι Ρωμαίοι που πίστευαν ακόμη στους θεούς και πολεμούσαν γι' αυτούς με πάθος).
2) Συνήθως οι φιλόσοφοι δεν είχαν καμία στενή σχέση με την επίσημη Πολιτεία, συχνά την αποστρέφονταν ή επαναστατούσαν εναντίον της, και ακόμη πιο συχνά η επίσημη Πολιτεία τους συλλάμβανε, τους δίκαζε, τους καταδίκαζε, τους εξόριζε, τους φυλάκιζε, τους σκότωνε, τους απομόνωνε, ή τους ανεχόταν για πολιτικούς λόγους.
Θαλής ο Μιλήσιος (Πηγή: Περιοδικό Strange, τεύχος 63, άρθρο «Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και το αρχαίο ελληνικό κατεστημένο», Παντελής Γιαννουλάκης, σελίδα 21)
3) Ουδεμία σχέση είχαν οι φιλόσοφοι με τους περισσότερους από τους συμπολίτες τους και με τον απλό λαό, ο οποίοι συνήθως βρισκόταν σε χαμηλότατο ή μέτριο πνευματικό επίπεδο, δεν τους καταλάβαινε καθόλου, συχνά οι άνθρωποι τους κορόιδευαν, τους χλεύαζαν, δεν τους αποδέχονταν, ή ακόμη και τους φοβούνταν ή ένιωθαν δέος μπροστά τους. 
Οι περισσότεροι φιλόσοφοι ήταν αντικοινωνικοί, μοναχικοί τύποι, που συναναστρέφονται μόνο τους ομοίους τους και τους πιστούς μαθητές τους, έφτιαχναν δικές τους κλίκες (τις «σχολές»), μακριά από τα αυτιά και τα μάτια των ανόητων.
 Και, φυσικά, δεν θα πρέπει να ταυτίζονται με τον μέσο άνθρωπο της αρχαίας ελληνικής πραγματικότητας, που καμία απολύτως σχέση δεν είχε με αυτό τον εξαιρετικό τύπο ανθρώπων. (Κάποιοι απ' αυτούς δέχονταν να μισθωθούν για να διδάξουν κάποιους νέους των καλών οικογενειών, κι αυτό ήταν όλο). 
Η επιρροή τους στην κοινωνία, εκδηλώθηκε κυρίως στην ύστερη αρχαιότητα.
4) Οι περισσότεροι φιλόσοφοι δεν ήταν Αθηναίοι, ούτε εξελίχθηκαν ως φιλόσοφοι εξαιτίας της ζωής τους στην Αθήνα. Η φιλοσοφία ούτε γεννήθηκε στην Αθήνα ούτε πέθανε στην Αθήνα. Ήταν μερικές φορές περαστική από την Αθήνα, στο ταξίδι της προς την εξερεύνηση του γνωστού κόσμου. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι ταξίδεψαν σε όλον τον αρχαίο κόσμο, συλλέγοντας τις γνώσεις τους από παντού, και επέστρεφαν για να διδάξουν τους Έλληνες με τα συμπεράσματα τους, τις γνώσεις και τις εμπνεύσεις που αποκόμισαν από τις έρευνες, τις θεωρίες και τις εξερευνήσεις τους.
 Οι συντοπίτες τους σπανίως τους αναγνώριζαν ως σοφούς, κ έτσι αναγνωρίζονταν σε άλλους τόπους. (Τότε, όπως και τώρα, κυβερνούσε στην Ελλάδα η μισαλλοδοξία). Οι περισσότεροι φιλόσοφοι δεν γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στο κυρίως σώμα της Ελλάδας, αλλά στη Μικρά Ασία, στην Ιωνία και στη «Μεγάλη Ελλάδα» και στις αποικίες. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι κατέφευγαν στις αποικίες, επειδή τους κυνηγούσαν, προτιμούσαν τις κοινωνίες των νέων πολιτειών και αποικιών όπου άκμαζαν οι νέες ιδέες, κυρίως στην Κάτω Ιταλία, στη Σικελία, κλπ. Συνήθως δεν συμβάδιζαν με το αθηναϊκό ή το σπαρτιατικό κράτος.
5) Όλοι ανεξαιρέτως οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν πάρα πολύ παράξενοι άνθρωποι, τελείως strange, τύποι, εκκεντρικοί, πολυσχιδείς και πολυμαθείς ιδιότροποι, παρεξηγημένοι μεγαλοφυΐες, απόλυτα πρωτοποριακοί και μεγάλοι επαναστάτες, στη θεωρία ή στην πράξη. Αν κυκλοφορούσαν σήμερα ανάμεσα μας, όλοι θα τους θεωρούσαν είτε τρελούς, είτε γραφικούς, είτε μυστηριώδες, είτε επικίνδυνους αιρετικούς, είτε ανατρεπτικούς, είτε τελείως ακατανόητους τύπους, μάγους, μυστικιστές, τρελούς επιστήμονες, ευφάνταστους συγγραφείς, ονειροπαρμένους και τελείως φευγάτους καλλιτέχνες. Κανένας δεν θα τους παραδεχόταν αν ήταν σύγχρονοι μας, όπως τους παραδέχονται τώρα που είναι αρχαίοι και κλασικοί.
 Πίστευαν σε πολύ παράξενα πράγματα, είχαν τελείως παράδοξες ιδέες, απαράδεκτες για την εποχή τους (συχνά και για τη δική μας), οι περισσότεροι ήταν κοσμοπολίτες, εξόριστοι ή αυτοεξόριστοι, περιηγητές, παράξενοι διανοητές, ήταν εναντίον της κοινωνίας στη μορφή που ξέρουμε, της θρησκείας, των λαϊκών και των δημοφιλών πεποιθήσεων, πίστευαν σε ουτοπίες και σε δικές τους επινόησης κοινωνικά, πολιτικά και φιλοσοφικά συστήματα .
Ήταν αληθινοί άνθρωποι, ενώ όλοι γύρω τους ήταν ανθρωπάρια. Δεν συνέθεσαν το έργο τους βάσει κάποιου επίσημου ελληνικού πολιτισμού ή επηρεασμένοι από το κύριο σώμα του, αλλά από προσωπική έμπνευση και έρευνα και εξερεύνηση, αμφισβήτηση και περιέργεια, ατομικό στοχασμό και μαθητεία μόνο δίπλα σε προγενέστερους ομοίους τους.
Αυτά τα πέντε πράγματα θέλω να καταδείξω, που θα έπρεπε να είναι πασίγνωστα, αλλά παραδόξως δεν είναι, ή δεν τα βλέπω εγώ να είναι πασίγνωστα γύρω μου.
 Επίσης, πρέπει να επισημάνω ότι μιλώντας για τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, δεν μιλάμε για κανένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων που στήριζε σε κάποια εποχή τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά για καμιά εκατοσταριά ιδιαίτερα άτομα (για να μην πω πενηνταριά) στην πάροδο περίπου δέκα αιώνων, που έδρασαν μάλλον παρασιτικά ή πειρατικά. Πρόκειται για μια μυστική φιλοσοφική σκυταλοδρομία, μέσα από ατυχίες και αντιξοότητες, βάσανα και κόπους. Οι καρποί της μαζεύτηκαν δικαιωμένοι μόνο κατά την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό, πολλούς αιώνες αργότερα.
Η ελληνική φιλοσοφία δεν υπήρχε πριν το 600 π.Χ. και τελείωσε ανεπιστρεπτί γύρω στον 4ο αιώνα μ.Χ. (αναμιγμένη με τη ρωμαϊκή φιλοσοφία). Αυτά ήταν τα χίλια χρόνια της φιλοσοφίας. Τα πάντα έχουν ειπωθεί από το 600 π.Χ. ως το 400 μ.Χ., χίλια χρόνια φιλοσοφίας ήταν αρκετά για την ανθρωπότητα. Τελικά η ανθρωπότητα απέρριψε όλες ανεξαιρέτως τις προτάσεις των φιλοσόφων. Γι αυτό και δεν έχουν γίνει ακόμη όλοι οι άνθρωποι σοφοί, και ο σοφός άνθρωπος συνεχίζει να είναι το πιο σπάνιο πράγμα στον κόσμο.

http://www.apologitis.com

Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

Greek Genea Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΩΝΥΜΟΥ ΣΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΤΗΣ ΝΟΗΜΟΣΥΝΗΣ

Το Όραμα του Greek Genea...

 Ανακαλυψε την ιστορια - ετυμολογια του επωνυμου σου και τους προγονους σου.

Η υλοποίηση διαδικτυακού κόμβου για την έρευνα της γενεαλογίας, συσσωματώνοντας ψηφιοποιημένες συμβατικές πηγές έρευνας, ακαδημαϊκή και ανεξάρτητη βιβλιογραφία, κρατικά αρχεία, και συγκεντρώνοντας ανεξάρτητες ερευνητικές προσπάθειες από το διαδίκτυο, αξιοποιώντας την αιχμή της τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης.

Υλοποίηση του οράματος

Μέσω της υλοποίησης αυτού του οράματος, η διαδικτυακή εφαρμογή θα μεταμορφωθεί σε ένα ισχυρό εργαλείο για την έρευνα της γενεαλογίας, ενδυναμώνοντας τους ανθρώπους να συνδεθούν με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον τους, σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.

1.Συγκέντρωση, Ψηφιοποίηση και Ανάλυση Πηγών

Συνεργασία με αρχεία, βιβλιοθήκες, μουσεία και άλλους οργανισμούς για τη συλλογή και ψηφιοποίηση ιστορικών εγγράφων, όπως πιστοποιητικά γέννησης, γάμου και θανάτου, καθώς και οικογενειακά αρχεία και καταγραφές.

Ανάπτυξη οπτικών χαρακτηριστικών αναγνώρισης (OCR) και τεχνολογιών επεξεργασίας φυσικής γλώσσας (NLP) για την εξαγωγή και δομημένη αποθήκευση πληροφοριών από ψηφιοποιημένα έγγραφα.

2.Δημιουργία Εξελιγμένης Πλατφόρμας Έρευνας

Σχεδιασμός και ανάπτυξη μιας φιλικής προς τον χρήστη διαδικτυακής εφαρμογής που επιτρέπει εύκολη αναζήτηση και πλοήγηση σε ψηφιοποιημένες πηγές.

Ενσωμάτωση αλγορίθμων τεχνητής νοημοσύνης για την αυτόματη αντιστοίχηση και πρόταση σχετικών αρχείων, με βάση τα κριτήρια αναζήτησης του χρήστη.

Δημιουργία διαδραστικών χαρτών για την απεικόνιση οικογενειακών γραμμών, μεταναστευτικών μοτίβων και ιστορικών γεγονότων.

3.Προώθηση Συνεργασίας και Κοινωνικής Συμμετοχής


Δημιουργία διαδικτυακών κοινοτήτων για την ανταλλαγή πληροφοριών, ιστοριών και πόρων μεταξύ ανεξάρτητων ερευνητών γενεαλογίας.

Ανάπτυξη εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εργαστηρίων για την εκπαίδευση του κοινού σχετικά με την έρευνα γενεαλογίας και τη χρήση της πλατφόρμας.

Συνεργασία με εκπαιδευτικά ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα και πολιτιστικούς οργανισμούς για την προώθηση της γενεαλογικής έρευνας και την αξιοποίηση της πλατφόρμας.

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

ΚΡΗΤΙΚΑ επώνυμα με ενετικές ρίζες

  

Μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Βενετούς το 1211, κατέφευγαν λόγω εποικισμού από την Βενετία στην Κρήτη πολλές οικογένειες ευγενείς, ηγετικές, για να τη διοικήσουν.--
Την ανώτατη κοινωνική βαθμίδα αποτελούσαν σι Βενετικοί ευγενείς και οι φεουδάρχες. Αριστοκράτες δεύτερης κατηγορίας ήταν οι Κρητικοί ευγενείς. Οι απλοί πολίτες των πόλεων λεγόταν αστοί, οι δε χωρικοί διακρινόταν σε “άγραφους”, σε “απελεύθερους”, σε “πάροικους” και δούλευαν στα κτήματα του Δημοσίου.
Πολλοί από τους ευγενείς Βενετούς με την πάροδο των χρόνων εξελληνίστηκαν τέλεια και περισσότερο όσοι έμεναν στην ύπαιθρο. Ο Αγ. Ξηρουχάκης «Η Βενετοκρ. Ανατολή» αναφέρει ότι στην έκθεσή τους προς την Γερουσία οι σύνδικοί της Γρίτης και Γκαρτζόνης το 1584 λένε για τους ευγενείς αποίκους της Κρήτης και ιθαγενείς ότι κατάγονται από την Ιταλία, αλλά η καταγωγή τους είναι τόσο απηρχαιωμένη και λησμονημένη, ώστε μπορούν να λέγονται Έλληνες.

Συνεχίζοντας ο Ξηρουχάκης αναφέρει, “Οι ευγενείς Βενετοί αναμίχθηκαν και συγχωνεύθηκαν με τους ιθαγενείς Έλληνες με μικτούς γάμους, που παρά τις απαγορευτικές διατάξεις του Δόγη και αφορισμούς του Πάπα δεν έπαυαν να συνάπτονται μεταξύ Βενετών αποίκων και ιθαγενών Ελλήνων της νήσου, ευγενών και μη”.
Ο ιστορικός Στ. Ξανθουδίδης (Κρητ. συμβ. Ενετοκρ. αναφέρει “ότι από τη βάπτιση και στεφάνωση Κρητών από τιμαριούχους, εδίδοντο βενετικά βαπτιστικά ονόματα και από αναδόχους που δεν ήταν Βενετοί για να κολακέψουν κάποιον άρχοντα, είτε γιατί οι γονείς τα πρότειναν λόγω θαυμασμού προς το πρόσωπο κάποιου ενετού”.
Ο Γ. Πλουμίδης, οι Βενετοκρ. Ελληνικές χώρες, αναφέρει ότι “Μεταξύ των πληθυσμών και στρατιωτών είχαν αναπτυχθεί στενές σχέσεις φιλικές και συγγενικές, αφού αρκετοί είχαν νυμφευθεί γυναίκες του τόπου”. Οι μικτοί αυτοί γάμοι, ενώ προηγουμένως ήταν αθέμιτοι και απαγορεύονταν, ύστερα από τη συνθήκη του Καλλέργη (1299) επιτράπηκαν.
Οι Βενετοί ιστορικοί επίσης, θέλοντας να δικαιολογήσουν την αφομοίωση και συγχώνευση των ευγενών Βενετών με τους Κρητικούς, γράφουν ότι “έχομε τα ίδια ονόματα, γιατί οι ευγενείς Βενετοί όταν βάπτιζαν τέκνα Κρητικών τους έδιναν το δικό τους όνομα”.
Από παρωνύμια για σκωπτικούς λόγους σχηματισμένα από ονόματα επιφανών Βενετών, που στο τέλος κατέληξε να γίνουν οικογενειακά ονόματα των προσώπων αυτών και των απογόνων τους.
 Αυτά όμως τα Βενετικά οικογενειακά πρέπει να είναι ελάχιστα. Ο Γενικός Προβλεπτής (1574 – 1577) Giakomo Foscarini στην έκθεσή του αναφέρει τα εξής σχετικά: “Από τους ευγενείς Βενετούς… πολλοί είναι, που δεν έχουν ανάμνηση της ευγενικής καταγωγής τους και πάρα πολλοί τόσο φτωχοί… εργάζονται με τα χέρια τους στις γεωργικές δουλειές και δεν διατηρούν τίποτε άλλο παρά το επίθετο και λίγο φέουδο, που τους έμεινε ύστερα από το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα, 
Έχουν χάσει εντελώς τη γνώση της ιταλικής γλώσσας. Και επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα σε κανένα χωριό του νησιού αυτού να λειτουργούνται κατά το λατινικό δόγμα είναι αναγκασμένοι να μένουν στο χωριό να παρακολουθούν καμιά φτωχή θεία λειτουργία στις ορθόδοξες εκκλησίες, να βαφτίζουν τα παιδιά, να παντρεύονται και να θάβουν τους νεκρούς σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα και τα ελληνικά έθιμα… Οικογένειες τέλεια ελληνικές, οι οποίες δεν πιστεύω πως μπορούν να υπόσχονται περισσότερα από ότι θα μπορούσαν να προσφέρουν οι ΄Ελληνες”.
“Ο F. Τhίriet ομιλεί για τον εξελληνισμό Βενετικών οικογενειών μέχρι του σημείου να φαίνεται ότι χειροτονούνται ορθόδοξοι ιερείς. 
Μετά τη μεγάλη επανάσταση των φεουδαρχών 1363 -65, που ένωσε τις αρχοντικές οικογένειες με τις βενετικές των πατρικίων, ένας μεγάλος αριθμός Βενετών γίνεται ορθόδοξος και αποδέχεται τις συνήθειες και τις πεποιθήσεις των Κρητικών με τις οποίες συζεί σχεδόν δύο αιώνες”.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία αναλύει με τον επιστημονικό και περίτεχνο τρόπο η κ. Χρυσ. Τσικριτσή – Κασιανάκη, καθηγήτρια της Φιλολογίας στο βιβλίο της “Κρητικά Επώνυμα Ένετικής Προελεύσεως” και καταλήγει, ότι τα οικογενειακά ονόματα ενετικής προελεύσεως προέρχονται:
1) από αναγνωρισμένα και υιοθετημένα νόθα παιδιά των Ενετών,
2) από μικτούς γάμους,
3) από εξελληνισμένους Βενετούς, που λόγω πτωχεύσεως έχασαν πρώτα την ευγένειά τους και ύστερα το εθνικό τους φρόνιμα,
4) από βενετικά βαπτιστικά και
5) πιθανόν να προέρχονται και μερικά από αυτά από ονόματα Βενετών που επικράτησαν ως παρωνύμια για σκωπτικούς λόγους.
Παραθέτουμε Παρακάτω τα Ανωγειανά επώνυμα ενετικής προελεύσεως κατ’ αλφαβητική σειρά.
Ι. Βιτώρος – Βιτώρης – Βιτ(τ)ώρος – Βιτωράκης – Βιτ(τ)ωράκης – Βικτωράκης – Βιτούρης – Βετούρης
Και σήμερα το βενετικό επώνυμο Vittοrί, Vittori, Vitturi και Vettore από το βαπτιστικό Vittirio. Προβλεπτής και γαλλικά Victor (λατ. = νικητής).
Η αρχοντική οικογένεια των Vitturi της Βενετίας, με δικό της οικόσημο ανέδειξε πολλές σημαίνουσες προσωπικότητες στην πολιτική, στο στρατό και την εκκλησία.
Μεταξύ αυτών ο Lorenzo Vittori του Daniel αρχιεπίσκοπος Κρήτης το 1595 και δούκας της Κρήτης το 1453 Benedetto Vitturi.
Οικογένεια Βιτούρη το 1600 στη Ζάκυνθο. Σε έγγραφο του 1637 ιδιοκτήτης μοναστηριού ο Ν. Sinior Manolesso Vittorio 1637.
Μεταξύ προσφύγων στη Ζάκυνθο έγγρ. 1682, Marietta Vittoropula, σύζυγος του Μάρκου Salemon και Μανόλης Γιαλινός λεγόμενος Vittorio.
Γνωστός ο προμαχώνας Βιτούρη (Vitturi) των ενετικών τειχών του Ηρακλείου Μarco Vitturi σε έγγραφο του 1212. Damianus Vittorio έγγραφο 1214 Candia. Βερνάδρος Βιτούρης και ο γιος του Σεβαστιανός σε έγγραφο του 1366 και 1375. Σε έγγραφο του 1364 Αndreolus Vittori gd joh, έγγραφο 1368. Bernardus Vittori consiliarius σε έγγραφο 1367 και 1368.
Ηernolaus ex recteuz de Sitia 1839, Νikoletus Antonius και Vituri έγγραφο 1395. Ο Bulgarus Victuzi έφερε στην Κρήτη σιτάρι, έγγραφο 1407.
Benedetto Vitturi σύμβουλος Κρήτης έγγραφο 1433. Σερ Laurentio Vitturi σύμβουλος Ρεθύμνου 1461.
Misser Vetturi το 1450. Αρχιεπίσκοπος Κρήτης το 1576 Lorenzo Vitturi. Ο ίδιος Ν. Venetus Laurentius Victuri Azchieriskopus Candie 1584 και αλλού ο ίδιος Lorenzo Bitturi.
2. Δακανάλης – Δακαναλάκης – Δαγκανάλης και Δακαναροπούλα.
Και σήμερα το βενετικό Da Canal και Ιταλικό Canale από τοπωνύμιο. Βλέπε και Καναλάκης και βυζαντινό Δεκανάλης, άσχετο με το κρητικό.
Το όνομα υπάρχει σε πολλές μαρτυρίες στην Κρήτη από το 1212 – 1623 με τους τύπους da Canale και de Canale ή de Canali.
Δούκες Johanes de Canali 1254 και Guidode Canale το1304 και 1308.
Στον Raynezio de Canalis παραχωρούνται δύο καβαλλαρίες στο διαμέρισμα Χανίων
1252 και Jacodo και Johanes de Canalis.Canaletto de Canale, 1320 στο Χάνδακα..
Georcio et Cuidoda Canal 1339, Ferdatores de Crete, Sclavurio και Νicolo da Canal.
Leonardus de Canali rtovidys vir• Feudatus noster in Creta, 1398. Επιθεώρηση του ιππικού Ηράκλειο από το τον Fadio da Canal Γενικό προβλεπτή το 1582. —•
Μεταξύ ευγενών Ηρακλείου και φεουδαρχών υπαίθρου, Alessio Canal, Domeniko, Marco, Nikolo, Marino Canal και άλλοι το 1583. —
Στο χρονικό του Τzivan 1644 μεταξύ των Νοd ven di Candia Canal. Σε έγγραφο του
1861 Δακαναροπούλα από τον Ξυδά.
3. Δραμουντάνης
Προβλεπτής βεν.Tramontin και ιταλικό Tramantana = chesta o viene Nord. Το όνομα δεν προέρχεται βέβαια από το βενετικό επώνυμο, αλλά από το όνομα του αέρα παρωνύμιο για κάποιον με δυναμική παρουσία.
4. Κουτάντος  Αcotanto Cotonto
Επώνυμο Αcotanto, Αcoitanto ven από 1112 στα παρωνύμια πιθανόν από αccogli tanto o tanti. Μήπως από contento που μαρτυρείται στην Κρήτη με προθετικό α;
Οι Αcotanto παλιά βενετική οικογένεια πατρικίων που μερικοί δέχονταν ότι προέρχονται από την Κωνσταντινούπολη.
Στη Βενετία το 1144 και 1184 έγγρ. Μάρκος και Δομένικος Αcotanto.Jocoro Acotanto 1212 και Marco Acotanto Jacobus Acotanto consiliarius σε έγγρ. 1219. Ciacomo Acotanto μάρτυρας και Jacomo Acotanto consiliere σε έγγραφα 1224 και 1225, Donnemico αδελφός του Ciuliano Acotanto και Marino 1225. Jacodus Acotanto deccarius na b. στο Χάνδακα εγγρ. 1271. Ιάκωβος Αccontanto κάτοικος στο Βούργο του Χάνδακα. Kalli χήρα του Μάρκου Αccontanto, Πέτρος Accontanto κάτοικος Χάνδακα, έγγραφα 1280- 81. Ιάκωβος Αccotanto του Λέανδρου σε έγγραφα 1301-1302. Σερ Jacobellus Acotanto Zogatus και ser Πέτρος και σερ Λουκάς Acotanto σε έγγραφα 1341, 1346, 1347. Ερμόλαος Acot Κομερκλάριος Κρήτης 1343.
Αcotanto Στέφανος στη Σητεία το 1370 και Πέτρος Cotanto σε έγγρ. Του 1399.
Άγγελος Ακοτάντος έγγρ. 1436. Ο Άγγελος Ακοτάντος ή Κοτάντος ζωγράφος είχε δύο αδελφούς τον Giovani επίσης ζωγράφο σε έγγραφα 1450 και 1477 και τον Θεόδωρο σχολάρχη. Dominus Pasguali Contonto Butano σε έγγρ. του 1495. σε έγγρ. του 1513 αναφέρεται η κόρη του πoτέ Magisstri Joannis Akotanto ζωγράφος Χάνδακα. Μανόλης Κουτάντος έγγρ. 1582 και Βιτζέντζος Κουτάντος έγγρ. 1583. Μιχαήλ Agvotanto de continios Agnetis 1222.
5. Μανιώρος – Μανιωράκης
Η συγγραφέας πιστεύει ότι προέρχεται από το Μανιός – Μανιόρος. Βαπτιστικό Μagno από λατινικό magnus = gande. Αλλά και Μario βαφτ. από λατινικό Μarius από το αρχαϊκό manus.
Σερ Sclavus Magno από τη Βενετία κάτοικος Χάνδακα 1352. Σε έγγραφα του Ι363 1395 σι Βενετοί Sclavus Magno, Madlus, Magno, Marius και Johanes Magno. Στα Χανιά το 1536 mastro Maro Mari και Mastro Manoli Mari, Retrus magnus thesaurarius 1545. Γιάννης υιός Μανιού έγγραφο 1672 και Μανόλης Μανιάς έγγρ. 1674. Αλοΐσιος (Αλεβίζε) Μάνιο, έκτακτος προβλεπτής Σούδας έγγρ. 1713. Μανιουδάκη από την Κρήτη το 1868 στη Ζάκυνθο.
6. Μανούσος, Μανουσάκης, Μανούσακας, Μανουσακάκης, Μανουσουδάκης, Μανουσιουδάκης, Μανουσιδάκης, Μανουσέλης, Μανουσελάκης και Μανουσογιαννάκης
Από το βαφτιστικό Μano, Manea, Manusso,Manoli προβλεπτής Μari, Maro, Matusso και Zane Zanessi,Zanusso, προβλεπτής Γιάννης Γιαννούκος – Γιαννούσος (επών. Γιαννουσάκης στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου), Μιχ. Γιαννούσος 1566.
Κατά την εποχή της Ενετοκρατίας το Εμμανουήλ – Μανόλης συνηθίζεται ως Μάνος – Μανός – Μανιός – Μανέας – Μανούκος – Μανούσος από επίδραση βενετική. Ο Οlinieri έχει Μani, Manuzio, Manuzzato, Manoli από το 1309, Μanolessus από το 1075 από μεσαίων. βαφτ. ο Εm. De Felice έχει βαφτίσει Μanolo υποκ. του Εmmanouele.
Σε έγγραφο του 1479 βαφτ. Μanussio Marci. Ser Manussio 1546. Μanutio Rireri στα Χανιά 1536, Μanusso di Candia 1559 και Μanusso Mara Candiote, 1569.Μανούσος Πρέβελης του Πέτρου 1591.
Σε έγγραφα του 1503 -1509 Μanoli da Candia και 1501 -1517 Μanusso da Candia που ο Αντ. Πάρδος ταυτίζει.
Στα κατάστιχα του νοταρίου Μ. Μαρά 1538 – 1578 βρίσκουμε αδιακρίτως Μανουήλ ή Μανέας, Μανώλης ή Μανούσος. Μανούσος Πηγάς δάσκαλος 1567 και 1582, Μανοήλ Πηγάς δάσκαλος 1572 το ίδιο πρόσωπο όπως δέχεται και ο Μέρτζιος. Και η Ασπασία Παπαδάκη από την ανάγνωση πολλών εγγράφων ταυτίζει το Εμμανουήλ – Μανέας – Μανούσος. Επίσης η Μ. Κωνσταντουδάκη ταυτίζει τον Μανέα Μουζουράκη ζωγράφο 1509-1534 με τον ser Manussio Mazurachi και με τον Μανέα Μουζουράκη μάρτυρα σε έγγρ. του 1549. Σε έγγρ. του 1692 Σταμάτης υιός Μανούσου και Παύλος υιός Μανούσου.
7. Μέμμος, Μεμάκης
Και σήμερα βενετικό Μemο. Ο Τριανταφυλλίδης το ετυμολογεί από Μεμάς υποκοριστικό του Γεράσιμος. Νομίζω από το βεν. επώμυνο Μemmo από βαφτ. Μπιο και Μemmο υποκ. του Gulielmo. Οι Μemo μεταξύ των αρχοντικών οικογενειών της Βενετίας ανέδειξε 3 δόγες, συγκλητικούς και επισκόπους.
Στην Κρήτη δούκας ο Ludonicus Memmo το 1584 και Αρχιεπίσκοπος Vitus το 1407 και Μichael Memmo 1448.
Νicolaus Memo κάτοικος Χάνδακα σε έγγραφα του 1272 και 1281. Masseo Memmo signore di notte εγγρ. 1349 και άλλοι.
Tzibanus Memo σε έγγρ. 1481, Αndrea Memo consilie 1482-1485 και Μichele Memo consiliere 1488-1491.
Πιέρος Μέμος σε διαθήκη του 1500. Ιωάθαν Μέμος αρχιγραμματέας, αρχειοφύλαξ και Δ/ντής αστυνομίας (1567-71). Μισέρ Βιττόρε Μέμο έγγρ. 1581.
Αμπέλι του ευγενή μισέρ Τζορτζή Μέμο έγγρ. 1618 Κωνσταντ. Μέμος (1699) διδάσκαλος του Ελληνικού Σχολείου στη Βενετία. Ασφαλώς ο ίδιος Κωνστ. Μέμος ακαδημαϊκός Αβλαβής (Πlesο) 1669 – 1701. Μέμος στον Αγ. Βασίλειο Πεδιάδος 1747.
8 . Μπαγγέρης – Μπαγκέρης – Παγκέρης – Μπαγκεράκης – Μπαγκράκης Από μπαγκέρης (danchiere = τραπεζίτης).
9. Μπρίνταλος, Μπρεδάκης – Μπρεδόπδυλος, Πρεντάκης, Μπριντάκης, Πρίνταλος, Μπρεντάης, Μπρεντάνας, Ντί Μπρέντα
Το Πρεντάκης – Μπρεδάκης έχει σχετίσει παλαιότερα με τη λέξη praeda η συγγραφέας και τα ονόματα Μπρεδολόγος και Πρεδευσής. Πιθανόν όμως να προέρχονται και απ’ ευθείας από το βενετικό όνομα Βreda, Bredani βενετικό οικογ. Breda, Bredo στα ονόματα από παρωνύμια.
ΙΟ. Σαλούστρος
Πιθανόν να σχετίζεται με τη λέξη σαλούστρο που απαντάνται στον Καστούρμπο και η σημασία και ετυμολογία της είναι άγνωστη. Πιθανότερο να προέρχεται από βαφτ. sallustio. Κρητικοί ευγενείς Ρεθύμνου οι Saluzzi 1574. Μεταξύ ευγενών Κρητών Ρεθύμνου 1583 Μattio Salustro του π. μισέρ Ραntalon Zuane του π. πισέρ Francessco και Ζυane Salustro il Vecchio.
Αndriana Salustopula έγγρ. 1683 μεταξύ Κρητών προσφύγων στην Κέρκυρα.
ΙΙ. Σμπώκος, Σπόκος και Σπώκος, Μπόκος
Από Sbocco = στόμιο, εκβολή, αιμόπτυση. Η συγγραφέας νομίζει το πιθανότερο από το Βocho όπως Βώλος – σβώλος, Κάνθαρος – σκαθάρι, κόκος – Σκόκος, βαφτιστικό βεν. Βοcco και Βodolinu και οικογ. Βοcchi, Bocho, Boccoli, Bocco. Ήδη από τον 11ο αιώνα βαφτ. Βocca, από παρωνύμιο Βocca ή Βυcca.
Σε έγγραφο του 1381 Βarnada Βοcho από τη Βενετία. Pres ditez Alonixius Bochos 1463. Επίσης Βοcho σε έγγρ. του 1535.
Ύστερα από επίπονες έρευνες που έκανε το Ιστορικό Αρχείο της Βενετίας ο γιατρός Δακανάλης Σπύρος, βρήκε τα οικόσημα τόσο το βενετικό, όσo και το Κρητικό της οικογένειας των Δακανάληδων.

Του ΜΑΝΟΛΗ ΜΙΧ.ΔΑΚΑΝΑΛΗ

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΠΩΝΥΜΑ-ΟΝΟΜΑΤΑ

 

 

Κλασσικά Βυζαντινά : Βρανάς, Λεμονής, Πρωτόπαπας, Μοσχωνάς, Μαγγίνος, Βαλάντης, Πρωτονοτάριος, Νοτάριος, Δρόσος, Κρυστάλλης, Πανορμίτης, Μαργαρίτης, Νότης, Νοταράς, Γλυνός, Γληνός, Βάρδας, Βαρδής, Πολύζος, Δεδούσης, Ζαρίφης, Βενέτης, Αετός, Κυριαζής, Αρχοντής, Σπανός, Φάνος, Σπάθης, Βαρδής, Βαλάντης, Βαλάσης, Αυγερινός, Μάνθος, Παίσιος, Γαβαλάς, ,Τσάνος, Ολόβολος, Σκαρλάτος, Μανουήλ, Πολυμέρης, Ευταξίας, Τριάντης, Γαλάτης, Βρεττός, Θέμελης, Βατάτζης, Βεργής, Κάραλης, Κυρίτσης, Πάγκαλος, Αγαλιανός, Ρωμανός, Ρήγας, Ράλλης, Βατός, Στασινός, Μόσχος, Ρηγίνος, Ρίζος, Ριζάριος, Ρούσσος, Ρουσέτος, Έξαρχος, Σακκελλάριος, Λιβέρης, Λάσκαρης, Λιονταρής, Δράκος, Δρακούλης, Γκόλφης, Γκολφίνος, Γενναίος, Γαϊτάνος, Γιασεμής, Δούκας, Δίκαιος, Κομνηνός, Σχολάριος, Στάικος, Δραγούμης, Γιάγκος, Εκήβολος, , Κύρκος, Ιερεύς, Ισαάκιος, Γιακουμής, , Σέβος, Ακύλας, Νοτάρης, Αναγνώστης, Αστέριος, Αξιώτης, Τάσσος, , Βασιλικός, Σταυράκιος, Παγώνης, Βελισσάριος, Φραγκιάς, Καλογιάννης, Αλεξινός, Νομικός, Ναρσής, Αριστάκης, Μαυριανός, Αρέστης, Ιωαννίκιος, Ονούφρης,Πανταζής, Παλαιολόγος,Ρένος, Ρενάτος, Σταυριανός, Σερεμέτης, Σερέτης.
Λατινοβυζαντινά : Ρουφίνος, Μαρκιανός, Μαυρίκιος, Βαλέριος, Τίτος, Αιμιλιανός, Βαλεντινιανός, Ιουστίνος, Ιουστινιανός, Ιουλιανός, Βάλης, Φαβιανός, Αυγουστίνος, Γερμανός, Ιοβιανός, Ιγνάτιος, Πατρίκιος, Τιβέριος, Τραϊανός, Πρίσκος, Αύγουστος.
Φραγκοβυζαντινά : Δομένικος, Δομέστικος, Φραντζής, Λεονάρδος, Φλουρής, Λουίζος, Φραντζέσκος, Μπατίστας, Δονάτος, Τζανέτος, Ιώσηππος, Λίβιστρος.
Αρχαιοβυζαντινά : Ζήνων, Πανάρετος, Μένανδρος, Μελίτων, Ανδρόνικος, Φιλάρετος, Φωκάς, Φωκίων, Ηράκλειος, Ηρακλεωνάς, Κλεάνθης, Λέων, Καλλίμαχος, Καλλίστρατος, Παντολέων, Φιλιππικός, Αντύπας, Γλαύκος, Υπάτιος, Ερωτόκριτος, Σοφιανός, Πάμφιλος, Νάρκισσος, Ιμέριος.
Χριστιανικά : Ευστράτιος, Μηνάς, Αρτέμιος, Αλέξιος, Βασίλειος, Μιχαήλ, Δαμασκηνός, Αρσένιος, Δημήτριος, Άγγελος, Νείλος, Γεννάδιος, Παφνούτιος, Ιωάννης, Στέφανος, Θεόδωρος, Ευμάθιος, Λουκάς, Αγαπητός, Στέργιος, Ισίδωρος, Θεοτόκης, Θεολόγος, Θεωνάς, Ησύχιος, Πρόδρομος, ΠοΕπώνυμα του παρελθόντος- Βυζαντινοί αξιωματούχοι/11-12ος αιων.

Ονοματεπώνυμα βυζαντινών αξιωματούχων, σε διάφορα μέρη της επικράτειας από σφραγίδες που έχουν βρεθεί, από τον 11ο και 12ο αιώνα.
Αγιοζαχαρίτης Θεόδωρος 11ος
Αλυάτης Ιωάννης 12ος
Αλωπός Λέων 11ος
Αμασειανός Θεόδωρος 11ος
Ανεμάς Ιωάννης 11ος
Αντίοχος Κωνσταντίνος 11ος
Βαρδάλης Θεόδωρος 12ος
Βατάτζης Βρυέννιος 11ος
Γηράρδος Λέων 12ος
Δομεστικόπουλος 11ος
Δούκας Ιωάννης 11ος
Δρόσος Γεώργιος 11ος
Εξώτροχος Μανουήλ 13ος
Ερωτικός Βάρδας 11ος
Ιεράκης 11ος
Καβάσιλας Αλέξανδρος 11ος
Καλαμάνος 12ος
Καλαμαράς Ακίνδυνος 12ος
Καλλιέργης Θεόδωρος 11ος
Καλόγνωμος Λέων 12ος
Καλομαλάς Νικόλαος 11ος
Καμύτζης Κωνσταντίνος 12ος
Καραβιτηνός Ιωάννης 11ος
Καριανίτης Ιωάννης 12ος
Καρμαλίκης Θεόδωρος 11ος
Κεντηνάρης Χριστόφορος 11ος
Κόκκινος Βασίλειος 11ος
Κουλούκης Λέων 11ος
Κουνερής Λέων 11ος
Κρατερός Κωνσταντίνος 11ος
Κριθαράς Ιωάννης 12ος
Κριτόπουλος Ιωάννης 12ος
Κυριώτης Ιωάννης 11ος
Το επίθετο Λαζαρόπουλος, το οποίο υπάρχει σε σφραγίδα του 1050 από τον αυτοκρατορικό γραμματέα Στέφανο Λαζαρόπουλο. Επίσης, ο κατά κόσμον Ιωάννης και κατά την εκκλησία Ιωσήφ Λαζαρόπουλος.

Ο Ιωσήφ Λαζαρόπουλος γεννήθηκε στην Τραπεζούντα περί το 1310. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Ήταν νυμφευμένος και πατέρας δύο παιδιών, του Θεοφάνη και του Κωνσταντίνου. Λίγο πριν από το 1340 τιμήθηκε με το αξίωμα του σκευοφύλακος στο ναό της μονής της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντος. Το 1340, μετά το θάνατο του αυτοκράτορα της ΤραπεζούνταςΒασιλείου Μεγάλου Κομνηνού και την άνοδο στο θρόνο της πρώτης συζύγου του, της Ειρήνης Παλαιολογίνας, ο Λαζαρόπουλος αναγκάσθηκε εξαιτίας των εμφύλιων συγκρούσεων να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του και να ακολουθήσει στην Κωνσταντινούπολη την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Τραπεζουντία, χήρα του Βασιλείου Μεγάλου Κομνηνού, και τα δύο ανήλικα τέκνα της κατά την περίοδο της εξορίας τους. Τον συνόδευε ο μεγαλύτερος γιος του Κωνσταντίνος, ενώ η σύζυγός του και ο μικρότερος γιος του παρέμειναν στην Τραπεζούντα.1

Το 1349, όταν ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Μέγας Κομνηνός ήταν πλέον άρρωστος και σε προχωρημένη ηλικία, ο Λαζαρόπουλος, ύστερα από υπόδειξη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού (1347-1354), επέστρεψε στην Τραπεζούντα με σκοπό να προετοιμάσει το κλίμα για την έλευση και την άνοδο στο θρόνο του Αλεξίου Γ' Μεγάλου Κομνηνού, γιου του Βασιλείου Μεγάλου Κομνηνού και της Ειρήνης Τραπεζουντίας.2 Μετά την ανάρρησή του, ο νέος αυτοκράτορας τον τίμησε για τη συμβολή του στην προσπάθειά του να ανέλθει στο θρόνο. Έτσι, μετά το θάνατο του μητροπολίτη Τραπεζούντος Νήφωνος Πτερυγιωνίτη (Μάρτιος 1364), επελέγη ο Ιωάννης Λαζαρόπουλος για να τον διαδεχθεί. Η χειροτονία του πραγματοποιήθηκε το επόμενο έτος (Απρίλιος 1365) στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεο. Στην Τραπεζούντα επέστρεψε την Κυριακή του Πάσχα (13 Απριλίου 1365) και την Τρίτη του Πάσχα πραγματοποιήθηκε η ενθρόνισή του. Κατά τη χειροτονία του φαίνεται ότι έλαβε το όνομα Ιωσήφ.

Για τη δράση του Ιωσήφ Λαζαρόπουλου ως μητροπολίτη Τραπεζούντος δεν υπάρχουν στοιχεία. Εποίμανε τον λαό της Τραπεζούντας μέχρι τις 12 Νοεμβρίου 1367, οπότε και παραιτήθηκε από το μητροπολιτικό θρόνο για άγνωστους λόγους. Είναι πιθανόν ο Ιωσήφ να ήλθε σε σύγκρουση με τον Αλέξιο Γ΄, γεγονός διόλου ασύνηθες για τις σχέσεις των αυτοκρατόρων με τους μητροπολίτες Τραπεζούντος. Αρχικά ο μητροπολίτης αποσύρθηκε στη μονή Ελεούσης, μια παράκτια μονή της Κερασούντος, ενώ στη συνέχεια, εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών των Τουρκομάνων, ζήτησε καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου πιθανότατα υπέβαλε και τυπικά την παραίτησή του. Η υπόθεση ότι ο Λαζαρόπουλος υπέβαλε την παραίτησή του στην Κωνσταντινούπολη ενισχύεται από το γεγονός ότι εμφανίζεται να υπογράφει την πράξη της ενδημούσας συνόδου του Ιανουαρίου 1368, με την οποία δινόταν η μητρόπολη του Πυργίου κατ' επίδοσιν στον μητροπολίτη Εφέσου Θεοδώρητο. Στη συνέχεια εικάζεται ότι επανήλθε στην Τραπεζούντα μέχρι τον Ιούλιο του 1368, οπότε αναχώρησε οριστικά για την Κωνσταντινούπολη.
Πέθανε πριν από τον Δεκέμβριο του 1369.
Λαμψιώτης Ιωάννης 12ος
Λαπαρδάς Ιωάννης 13ος
Λιβαδάρης Γαβριήλ 11ος
Λιθοκαστρίτης Λέων 11ος
Μαλέσης Ιωάννης 11ος
Μάτζας Μιχαήλ 11ος
Μάτζαρης Μιχαήλ 11ος
Μαυροκατάκαλος Δημήτριος 12ος
Μητρόπουλος Κωνσταντίνος 11ος
Μουζάκης Νικήτας 11ος
Μουρμούρης Βασίλειος 11ος
Μουστάκης Κωνσταντίνος 11ος
Μυραλίδης Μιχαήλ 11ος
Μωροϊάννης Λέων 11ος
Ξιφίας Ευστάθιος 11ος
Παγωμένος Ιωάννης 11ος
Παλαιώτης Μιχαήλ 11ος
Πελαμήδης Γεράσιμος 11ος
Πεπανός Λέων 12ος
Πολιτόπωλος Γεώργιος 11ος
Πτωχός Κωνσταντίνος 11ος
Σαγόπουλος Μιχαήλ 11ος
Σαρακηνόπουλος Ιωάννης 12ος
Σαραντηνός Νικηφόρος 11ος
Σγουρός Λέων 12ος
Σκριβάς Βασίλειος 11ος
Σπανογρηγόρης Ιωάννης 11ος
Σπαρτηνός Ιωάννης (Θεσσ/κη) 13ος
Τατίκης Μανουήλ 12ος
Χαμάρετος Λέων 11ος
Χρύσανθος Ιωάννης 12ος
Χωριάτης Νικήτας 10ος
Πηγή: Ch. Stavrakos, Die byzantinischen Bleisiegel mit Familiennamen aus der Sammlung des Numismatischen Museums Athen, Wiesbaden 2000 [reviewed by Cl. Sode in Byzantinische Zeitschrift 95 (2002), 168-170 and J. Nesbitt in Speculum 77 (2002), 996-998]

 Επίθετα βυζαντινών-7ος ώς 9ος αιώνας (α)
Μέση βυζαντινή περίοδος. Είναι η περίοδος όπου αρχίζουν να εμφανίζονται με τη μορφή επιθέτων προσδιορισμοί που όχι πολύ αργότερα θα είναι ο κανόνας τουλάχιστον στον μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο.
Τα επίθετα που ακολουθούσαν το βαφτιστικό των κατοίκων της αυτοκρατορίας, από τον αυτοκράτορα ως το μικρότερο υπήκοο, προέρχονταν και τότε κυρίως από φυσικά χαρακτηριστικά του φέροντος (π.χ. Σαραντάπηχος, Κολοβός, Ξανθός, Κοντομύτης) , επάγγελμα ή ιδιότητα (Τοξαράς, Ασβεστάς, Έξαρχος), ψυχικά χαρακτηριστικά ( π.χ. Αγέλαστος, Σκληρός), από βαφτιστικά ονόματα (π.χ. Μαρτινάκιος, Κωνσταντινάκης) κ.α. .
Στις μεσαιωνικές πηγές αυτά τα επίθετα καλούνται είτε «επίκλην» , είτε «επίκλησις» ή «επωνυμίαν» (1) , και τα περισσότερα από αυτά ακούγονται οικεία στους σημερινούς Έλληνες.
Ευφροσύνη Αγέλαστος (δεύτερο μισό 9ου αιων., Πελοπ/κη οικογένεια)

Ιωάννης Εξαβούλης (αρχ.9ου αιώνα)

Ιωάννης Αγγούρης (9ος αιώνας, ευνούχος)

Κωνσταντίνος Σαραντάπηχος (8ος αιώνας, Θέμα Ελλάδος)

Κωνσταντίνος Κοντομύτης (πρώτο μισό 9ου αιώνα, Στρατηγός Θρακησίων /Σικελίας)

Κωνσταντίνος Μαρτινάκιος ( 9ος αιώνας)

Κωνσταντίνος Τοξαράς ( δεύτερο μισό 9ου αιώνα)

Λέων Γομοστός (9ος αι., ένας από τους Μακεδόνες αιχμάλωτους των Βουλγάρων)

Μαρίνος Έξαρχος ( 8ος αιώνας, κόμης Οψικίων)

Σισίννιος Ρεντάκης (πρώτο μισό 8ου αιώνα)

Θεόδωρος Κουφαράς (9ος αιώνας)

Θεόδωρος Σκληρός (9ος αιώνας)

Τυροπούλης (7-9ος αιώνας, Αθήνα)

Κλάδος (επων. 9-10ος αι., Θέμα Ελλάδος)

Κωνσταντίνος Κασσυματάς (πρώτο μισό 9ου αι., κοσμικό όνομα του πατρ. Αντώνιου)

Βασίλειος Πελοποννησίτης ( 9ος αιώνας, σπαθαροκανδιδάτος)

Γρηγόριος Κεντροκούκουρος (πρώτο μισό 9ου αιώνα, Προικόννησος)

Γρηγόριος Ασβεστάς ( 9ος αιώνας, Συρακούσες, επίσκοπος)

Ιωάννης Αβάστακτος ( 7ος αιώνας, Κρήτη, εννιάχρονο παιδί-νεκρική επιγραφή)

Ιωάννης Απλάκης ( πρώτο μισό 9ου αιώνα, Μακεδονία, Μονοστράτηγος)

Ιωάννης Κολοβός ( 9ος αιώνας, Θεσσαλονίκη)

Ιωάννης Στομοπατάς ( 7-9ος αιώνας)

Κωνσταντίνος Ποδοπάγουρος (8ος αιώνας, Κωνσταντινούπολη, Λογοθέτης)

Λέων Κουτζοδάκτυλος ( περ.771, Θέμα Θρακησίων)

Λέων Κλόκας ( περ.800, Σινώπη, Ελενόποντος, σακελλάριος)

Λέων Κότζης (ή Κοτζής, περ.850, Αθήνα, επιγραφή στον Παρθενώνα, Στρατηγός)

Λέων Λαλούδιος ( 9ος αιώνας, εικονομάχος)

Λέων Κρητικός ( 9ος αιώνας, πατρίκιος)

Νικήτας Αλεξίου (9ος αι., Βιθυνία, βασιλικός μανδάτωρ)

Θεόδωρος Καρτερούκας ( πρώτο μισό 8ου αιώνα, Καππαδικία)

Θεόδωρος Ξανθός ( 7-9ος αι., ιατρός)

Θεοφάνης Λαρδότυρος ( μέσα 8ου αιώνα, Κρήτη)

Βαμβαλούδης (9ος αιώνας, δρομέας των Πρασίνων στον Ιππόδρομο επί Μιχαήλ Γ’)

Χαρίτων Χηνόπουλος ( 9ος αιώνας, ευνούχος κάτοχος οικιμάτων στην Κωνσταντινούπολη)

«Διήγηση περί της Αγίας Σοφίας», Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως

Βασίλειος Πετεινάκης ( 10ος αιώνας, πατρίκιος, Συνεχιστές Γεωργίου Μοναχού)

Θεόδωρος Κολοκύνθης (9ος αιώνας, «Διήγηση περί της Αγίας Σοφίας», Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως)

Κανακάρης (9ος αιώνας, Παυλικιανός, Μελιτήνη )

Κωνσταντινάκης ( 9ος αιώνας, βασιλικός διάκονος(2))

Κυρίτζιος (8ος αιώνας, κόμης της κόρτης-βασιλικός σπαθάριος, Μακεδονία, (2) ).

Μυξάρης (9ος αιώνας, Γεώργιος Μοναχός-Χρονογραφία)
Λέων Κατακαλίτζης ( 9ος αιώνας, Γεώργιος Μοναχός-Χρονογραφία)
Μιχαήλ Αντίγονος (9ος αιώνας, Γεώργιος Μοναχός-Χρονογραφία)
Ιωάννης Τουβάκης (9ος αιώνας, Γεώργιος Μοναχός-Χρονογραφία)
Βιβλιογραφία-Πηγές:
(1)Λεξικό Σούδα, 2383 : Επίκλην> επωνυμίαν.
(2)Zacos, G. and Veglery, A., Byzantine Lead Seals, vol. I (in 3 parts) (Basel, 1972)
-Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit, Abteilung I: 641–867, Friedhelm Winkelmann , Ralph-Johannes Lilie
-Συνεχιστής Γεωργίου Μοναχού, Βίοι νέων βασιλέων, Bekker, I. (ed.), Theophanes Continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon Magister, Georgius Monachus (Corpus scriptorum historiae Byzantinae, Bonn 1838)ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΠΩΝΥΜΑ-ΟΝΟΜΑΤΑ

Κλασσικά Βυζαντινά : Βρανάς, Λεμονής, Πρωτόπαπας, Μοσχωνάς, Μαγγίνος, Βαλάντης, Πρωτονοτάριος, Νοτάριος, Δρόσος, Κρυστάλλης, Πανορμίτης, Μαργαρίτης, Νότης, Νοταράς, Γλυνός, Γληνός, Βάρδας, Βαρδής, Πολύζος, Δεδούσης, Ζαρίφης, Βενέτης, Αετός, Κυριαζής, Αρχοντής, Σπανός, Φάνος, Σπάθης, Βαρδής, Βαλάντης, Βαλάσης, Αυγερινός, Μάνθος, Παίσιος, Γαβαλάς, ,Τσάνος, Ολόβολος, Σκαρλάτος, Μανουήλ, Πολυμέρης, Ευταξίας, Τριάντης, Γαλάτης, Βρεττός, Θέμελης, Βατάτζης, Βεργής, Κάραλης, Κυρίτσης, Πάγκαλος, Αγαλιανός, Ρωμανός, Ρήγας, Ράλλης, Βατός, Στασινός, Μόσχος, Ρηγίνος, Ρίζος, Ριζάριος, Ρούσσος, Ρουσέτος, Έξαρχος, Σακκελλάριος, Λιβέρης, Λάσκαρης, Λιονταρής, Δράκος, Δρακούλης, Γκόλφης, Γκολφίνος, Γενναίος, Γαϊτάνος, Γιασεμής, Δούκας, Δίκαιος, Κομνηνός, Σχολάριος, Στάικος, Δραγούμης, Γιάγκος, Εκήβολος, , Κύρκος, Ιερεύς, Ισαάκιος, Γιακουμής, , Σέβος, Ακύλας, Νοτάρης, Αναγνώστης, Αστέριος, Αξιώτης, Τάσσος, , Βασιλικός, Σταυράκιος, Παγώνης, Βελισσάριος, Φραγκιάς, Καλογιάννης, Αλεξινός, Νομικός, Ναρσής, Αριστάκης, Μαυριανός, Αρέστης, Ιωαννίκιος, Ονούφρης,Πανταζής, Παλαιολόγος,Ρένος, Ρενάτος, Σταυριανός, Σερεμέτης, Σερέτης.
Λατινοβυζαντινά : Ρουφίνος, Μαρκιανός, Μαυρίκιος, Βαλέριος, Τίτος, Αιμιλιανός, Βαλεντινιανός, Ιουστίνος, Ιουστινιανός, Ιουλιανός, Βάλης, Φαβιανός, Αυγουστίνος, Γερμανός, Ιοβιανός, Ιγνάτιος, Πατρίκιος, Τιβέριος, Τραϊανός, Πρίσκος, Αύγουστος.
Φραγκοβυζαντινά : Δομένικος, Δομέστικος, Φραντζής, Λεονάρδος, Φλουρής, Λουίζος, Φραντζέσκος, Μπατίστας, Δονάτος, Τζανέτος, Ιώσηππος, Λίβιστρος.
Αρχαιοβυζαντινά : Ζήνων, Πανάρετος, Μένανδρος, Μελίτων, Ανδρόνικος, Φιλάρετος, Φωκάς, Φωκίων, Ηράκλειος, Ηρακλεωνάς, Κλεάνθης, Λέων, Καλλίμαχος, Καλλίστρατος, Παντολέων, Φιλιππικός, Αντύπας, Γλαύκος, Υπάτιος, Ερωτόκριτος, Σοφιανός, Πάμφιλος, Νάρκισσος, Ιμέριος.
Χριστιανικά : Ευστράτιος, Μηνάς, Αρτέμιος, Αλέξιος, Βασίλειος, Μιχαήλ, Δαμασκηνός, Αρσένιος, Δημήτριος, Άγγελος, Νείλος, Γεννάδιος, Παφνούτιος, Ιωάννης, Στέφανος, Θεόδωρος, Ευμάθιος, Λουκάς, Αγαπητός, Στέργιος, Ισίδωρος, Θεοτόκης, Θεολόγος, Θεωνάς, Ησύχιος, Πρόδρομος, ΠοΕπώνυμα του παρελθόντος- Βυζαντινοί αξιωματούχοι/11-12ος αιων.

Ονοματεπώνυμα βυζαντινών αξιωματούχων, σε διάφορα μέρη της επικράτειας από σφραγίδες που έχουν βρεθεί, από τον 11ο και 12ο αιώνα.
Αγιοζαχαρίτης Θεόδωρος 11ος
Αλυάτης Ιωάννης 12ος
Αλωπός Λέων 11ος
Αμασειανός Θεόδωρος 11ος
Ανεμάς Ιωάννης 11ος
Αντίοχος Κωνσταντίνος 11ος
Βαρδάλης Θεόδωρος 12ος
Βατάτζης Βρυέννιος 11ος
Γηράρδος Λέων 12ος
Δομεστικόπουλος 11ος
Δούκας Ιωάννης 11ος
Δρόσος Γεώργιος 11ος
Εξώτροχος Μανουήλ 13ος
Ερωτικός Βάρδας 11ος
Ιεράκης 11ος
Καβάσιλας Αλέξανδρος 11ος
Καλαμάνος 12ος
Καλαμαράς Ακίνδυνος 12ος
Καλλιέργης Θεόδωρος 11ος
Καλόγνωμος Λέων 12ος
Καλομαλάς Νικόλαος 11ος
Καμύτζης Κωνσταντίνος 12ος
Καραβιτηνός Ιωάννης 11ος
Καριανίτης Ιωάννης 12ος
Καρμαλίκης Θεόδωρος 11ος
Κεντηνάρης Χριστόφορος 11ος
Κόκκινος Βασίλειος 11ος
Κουλούκης Λέων 11ος
Κουνερής Λέων 11ος
Κρατερός Κωνσταντίνος 11ος
Κριθαράς Ιωάννης 12ος
Κριτόπουλος Ιωάννης 12ος
Κυριώτης Ιωάννης 11ος
Το επίθετο Λαζαρόπουλος, το οποίο υπάρχει σε σφραγίδα του 1050 από τον αυτοκρατορικό γραμματέα Στέφανο Λαζαρόπουλο. Επίσης, ο κατά κόσμον Ιωάννης και κατά την εκκλησία Ιωσήφ Λαζαρόπουλος.

Ο Ιωσήφ Λαζαρόπουλος γεννήθηκε στην Τραπεζούντα περί το 1310. Το βαπτιστικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Ήταν νυμφευμένος και πατέρας δύο παιδιών, του Θεοφάνη και του Κωνσταντίνου. Λίγο πριν από το 1340 τιμήθηκε με το αξίωμα του σκευοφύλακος στο ναό της μονής της Αγίας Σοφίας Τραπεζούντος. Το 1340, μετά το θάνατο του αυτοκράτορα της ΤραπεζούνταςΒασιλείου Μεγάλου Κομνηνού και την άνοδο στο θρόνο της πρώτης συζύγου του, της Ειρήνης Παλαιολογίνας, ο Λαζαρόπουλος αναγκάσθηκε εξαιτίας των εμφύλιων συγκρούσεων να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του και να ακολουθήσει στην Κωνσταντινούπολη την αυτοκράτειρα Ειρήνη την Τραπεζουντία, χήρα του Βασιλείου Μεγάλου Κομνηνού, και τα δύο ανήλικα τέκνα της κατά την περίοδο της εξορίας τους. Τον συνόδευε ο μεγαλύτερος γιος του Κωνσταντίνος, ενώ η σύζυγός του και ο μικρότερος γιος του παρέμειναν στην Τραπεζούντα.1

Το 1349, όταν ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Μέγας Κομνηνός ήταν πλέον άρρωστος και σε προχωρημένη ηλικία, ο Λαζαρόπουλος, ύστερα από υπόδειξη του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ' Καντακουζηνού (1347-1354), επέστρεψε στην Τραπεζούντα με σκοπό να προετοιμάσει το κλίμα για την έλευση και την άνοδο στο θρόνο του Αλεξίου Γ' Μεγάλου Κομνηνού, γιου του Βασιλείου Μεγάλου Κομνηνού και της Ειρήνης Τραπεζουντίας.2 Μετά την ανάρρησή του, ο νέος αυτοκράτορας τον τίμησε για τη συμβολή του στην προσπάθειά του να ανέλθει στο θρόνο. Έτσι, μετά το θάνατο του μητροπολίτη Τραπεζούντος Νήφωνος Πτερυγιωνίτη (Μάρτιος 1364), επελέγη ο Ιωάννης Λαζαρόπουλος για να τον διαδεχθεί. Η χειροτονία του πραγματοποιήθηκε το επόμενο έτος (Απρίλιος 1365) στην Κωνσταντινούπολη από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεο. Στην Τραπεζούντα επέστρεψε την Κυριακή του Πάσχα (13 Απριλίου 1365) και την Τρίτη του Πάσχα πραγματοποιήθηκε η ενθρόνισή του. Κατά τη χειροτονία του φαίνεται ότι έλαβε το όνομα Ιωσήφ.

Για τη δράση του Ιωσήφ Λαζαρόπουλου ως μητροπολίτη Τραπεζούντος δεν υπάρχουν στοιχεία. Εποίμανε τον λαό της Τραπεζούντας μέχρι τις 12 Νοεμβρίου 1367, οπότε και παραιτήθηκε από το μητροπολιτικό θρόνο για άγνωστους λόγους. Είναι πιθανόν ο Ιωσήφ να ήλθε σε σύγκρουση με τον Αλέξιο Γ΄, γεγονός διόλου ασύνηθες για τις σχέσεις των αυτοκρατόρων με τους μητροπολίτες Τραπεζούντος. Αρχικά ο μητροπολίτης αποσύρθηκε στη μονή Ελεούσης, μια παράκτια μονή της Κερασούντος, ενώ στη συνέχεια, εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών των Τουρκομάνων, ζήτησε καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη, όπου πιθανότατα υπέβαλε και τυπικά την παραίτησή του. Η υπόθεση ότι ο Λαζαρόπουλος υπέβαλε την παραίτησή του στην Κωνσταντινούπολη ενισχύεται από το γεγονός ότι εμφανίζεται να υπογράφει την πράξη της ενδημούσας συνόδου του Ιανουαρίου 1368, με την οποία δινόταν η μητρόπολη του Πυργίου κατ' επίδοσιν στον μητροπολίτη Εφέσου Θεοδώρητο. Στη συνέχεια εικάζεται ότι επανήλθε στην Τραπεζούντα μέχρι τον Ιούλιο του 1368, οπότε αναχώρησε οριστικά για την Κωνσταντινούπολη.
Πέθανε πριν από τον Δεκέμβριο του 1369.
Λαμψιώτης Ιωάννης 12ος
Λαπαρδάς Ιωάννης 13ος
Λιβαδάρης Γαβριήλ 11ος
Λιθοκαστρίτης Λέων 11ος
Μαλέσης Ιωάννης 11ος
Μάτζας Μιχαήλ 11ος
Μάτζαρης Μιχαήλ 11ος
Μαυροκατάκαλος Δημήτριος 12ος
Μητρόπουλος Κωνσταντίνος 11ος
Μουζάκης Νικήτας 11ος
Μουρμούρης Βασίλειος 11ος
Μουστάκης Κωνσταντίνος 11ος
Μυραλίδης Μιχαήλ 11ος
Μωροϊάννης Λέων 11ος
Ξιφίας Ευστάθιος 11ος
Παγωμένος Ιωάννης 11ος
Παλαιώτης Μιχαήλ 11ος
Πελαμήδης Γεράσιμος 11ος
Πεπανός Λέων 12ος
Πολιτόπωλος Γεώργιος 11ος
Πτωχός Κωνσταντίνος 11ος
Σαγόπουλος Μιχαήλ 11ος
Σαρακηνόπουλος Ιωάννης 12ος
Σαραντηνός Νικηφόρος 11ος
Σγουρός Λέων 12ος
Σκριβάς Βασίλειος 11ος
Σπανογρηγόρης Ιωάννης 11ος
Σπαρτηνός Ιωάννης (Θεσσ/κη) 13ος
Τατίκης Μανουήλ 12ος
Χαμάρετος Λέων 11ος
Χρύσανθος Ιωάννης 12ος
Χωριάτης Νικήτας 10ος
Πηγή: Ch. Stavrakos, Die byzantinischen Bleisiegel mit Familiennamen aus der Sammlung des Numismatischen Museums Athen, Wiesbaden 2000 [reviewed by Cl. Sode in Byzantinische Zeitschrift 95 (2002), 168-170 and J. Nesbitt in Speculum 77 (2002), 996-998]

 Επίθετα βυζαντινών-7ος ώς 9ος αιώνας (α)
Μέση βυζαντινή περίοδος. Είναι η περίοδος όπου αρχίζουν να εμφανίζονται με τη μορφή επιθέτων προσδιορισμοί που όχι πολύ αργότερα θα είναι ο κανόνας τουλάχιστον στον μεσαιωνικό ελληνικό κόσμο.
Τα επίθετα που ακολουθούσαν το βαφτιστικό των κατοίκων της αυτοκρατορίας, από τον αυτοκράτορα ως το μικρότερο υπήκοο, προέρχονταν και τότε κυρίως από φυσικά χαρακτηριστικά του φέροντος (π.χ. Σαραντάπηχος, Κολοβός, Ξανθός, Κοντομύτης) , επάγγελμα ή ιδιότητα (Τοξαράς, Ασβεστάς, Έξαρχος), ψυχικά χαρακτηριστικά ( π.χ. Αγέλαστος, Σκληρός), από βαφτιστικά ονόματα (π.χ. Μαρτινάκιος, Κωνσταντινάκης) κ.α. .
Στις μεσαιωνικές πηγές αυτά τα επίθετα καλούνται είτε «επίκλην» , είτε «επίκλησις» ή «επωνυμίαν» (1) , και τα περισσότερα από αυτά ακούγονται οικεία στους σημερινούς Έλληνες.
Ευφροσύνη Αγέλαστος (δεύτερο μισό 9ου αιων., Πελοπ/κη οικογένεια)

Ιωάννης Εξαβούλης (αρχ.9ου αιώνα)

Ιωάννης Αγγούρης (9ος αιώνας, ευνούχος)

Κωνσταντίνος Σαραντάπηχος (8ος αιώνας, Θέμα Ελλάδος)

Κωνσταντίνος Κοντομύτης (πρώτο μισό 9ου αιώνα, Στρατηγός Θρακησίων /Σικελίας)

Κωνσταντίνος Μαρτινάκιος ( 9ος αιώνας)

Κωνσταντίνος Τοξαράς ( δεύτερο μισό 9ου αιώνα)

Λέων Γομοστός (9ος αι., ένας από τους Μακεδόνες αιχμάλωτους των Βουλγάρων)

Μαρίνος Έξαρχος ( 8ος αιώνας, κόμης Οψικίων)

Σισίννιος Ρεντάκης (πρώτο μισό 8ου αιώνα)

Θεόδωρος Κουφαράς (9ος αιώνας)

Θεόδωρος Σκληρός (9ος αιώνας)

Τυροπούλης (7-9ος αιώνας, Αθήνα)

Κλάδος (επων. 9-10ος αι., Θέμα Ελλάδος)

Κωνσταντίνος Κασσυματάς (πρώτο μισό 9ου αι., κοσμικό όνομα του πατρ. Αντώνιου)

Βασίλειος Πελοποννησίτης ( 9ος αιώνας, σπαθαροκανδιδάτος)

Γρηγόριος Κεντροκούκουρος (πρώτο μισό 9ου αιώνα, Προικόννησος)

Γρηγόριος Ασβεστάς ( 9ος αιώνας, Συρακούσες, επίσκοπος)

Ιωάννης Αβάστακτος ( 7ος αιώνας, Κρήτη, εννιάχρονο παιδί-νεκρική επιγραφή)

Ιωάννης Απλάκης ( πρώτο μισό 9ου αιώνα, Μακεδονία, Μονοστράτηγος)

Ιωάννης Κολοβός ( 9ος αιώνας, Θεσσαλονίκη)

Ιωάννης Στομοπατάς ( 7-9ος αιώνας)

Κωνσταντίνος Ποδοπάγουρος (8ος αιώνας, Κωνσταντινούπολη, Λογοθέτης)

Λέων Κουτζοδάκτυλος ( περ.771, Θέμα Θρακησίων)

Λέων Κλόκας ( περ.800, Σινώπη, Ελενόποντος, σακελλάριος)

Λέων Κότζης (ή Κοτζής, περ.850, Αθήνα, επιγραφή στον Παρθενώνα, Στρατηγός)

Λέων Λαλούδιος ( 9ος αιώνας, εικονομάχος)

Λέων Κρητικός ( 9ος αιώνας, πατρίκιος)

Νικήτας Αλεξίου (9ος αι., Βιθυνία, βασιλικός μανδάτωρ)

Θεόδωρος Καρτερούκας ( πρώτο μισό 8ου αιώνα, Καππαδικία)

Θεόδωρος Ξανθός ( 7-9ος αι., ιατρός)

Θεοφάνης Λαρδότυρος ( μέσα 8ου αιώνα, Κρήτη)

Βαμβαλούδης (9ος αιώνας, δρομέας των Πρασίνων στον Ιππόδρομο επί Μιχαήλ Γ’)

Χαρίτων Χηνόπουλος ( 9ος αιώνας, ευνούχος κάτοχος οικιμάτων στην Κωνσταντινούπολη)

«Διήγηση περί της Αγίας Σοφίας», Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως

Βασίλειος Πετεινάκης ( 10ος αιώνας, πατρίκιος, Συνεχιστές Γεωργίου Μοναχού)

Θεόδωρος Κολοκύνθης (9ος αιώνας, «Διήγηση περί της Αγίας Σοφίας», Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως)

Κανακάρης (9ος αιώνας, Παυλικιανός, Μελιτήνη )

Κωνσταντινάκης ( 9ος αιώνας, βασιλικός διάκονος(2))

Κυρίτζιος (8ος αιώνας, κόμης της κόρτης-βασιλικός σπαθάριος, Μακεδονία, (2) ).

Μυξάρης (9ος αιώνας, Γεώργιος Μοναχός-Χρονογραφία)
Λέων Κατακαλίτζης ( 9ος αιώνας, Γεώργιος Μοναχός-Χρονογραφία)
Μιχαήλ Αντίγονος (9ος αιώνας, Γεώργιος Μοναχός-Χρονογραφία)
Ιωάννης Τουβάκης (9ος αιώνας, Γεώργιος Μοναχός-Χρονογραφία)
Βιβλιογραφία-Πηγές:
(1)Λεξικό Σούδα, 2383 : Επίκλην> επωνυμίαν.
(2)Zacos, G. and Veglery, A., Byzantine Lead Seals, vol. I (in 3 parts) (Basel, 1972)
-Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit, Abteilung I: 641–867, Friedhelm Winkelmann , Ralph-Johannes Lilie
-Συνεχιστής Γεωργίου Μοναχού, Βίοι νέων βασιλέων, Bekker, I. (ed.), Theophanes Continuatus, Ioannes Cameniata, Symeon Magister, Georgius Monachus (Corpus scriptorum historiae Byzantinae, Bonn 1838)
-Χρονογραφία, Γεωργίου Μοναχού
-«Διήγηση περί της Αγίας Σοφίας», Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως
-Χρονογραφία, Γεωργίου Μοναχού
-«Διήγηση περί της Αγίας Σοφίας», Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως